Γράφει
η Έλλη Τριανταφύλλου
«Εσύ που τα παρακολουθείς από πιο κοντά, τι πιστεύεις ότι πρέπει να συμβουλεύσω την κόρη μου που πάει στη Β΄ Λυκείου για το μέλλον της;», με ρώτησε προ ημερών μια καλή μου φίλη.
Απλή ερώτηση, καθαρά διατυπωμένη.
Και όμως τόσο δύσκολο να απαντηθεί, που στην ουσία απαιτεί σχεδόν μαντικές ικανότητες, αφού κάθε μία από τις σκέψεις που γεννάει συνοδεύεται από μια ουρά από
υποερωτήσεις και υποσημειώσεις.
Η πρώτη εκδοχή είναι να επιλέξει επαγγελματικό προσανατολισμό και να προσπαθήσει να μπει σε ελληνικό πανεπιστήμιο ή άλλη σχολή.
Οι αμέσως προηγούμενες γενιές τις είχαν περίπου έτοιμες αυτές τις απαντήσεις.
Συγκεκριμένη η λίστα των επαγγελμάτων, ευρέως αποδεκτή η αξιολόγηση των σχολών -εντός και εκτός χώρας-, περίπου δεδομένες οι οικονομικές απαιτήσεις στη μία ή την άλλη επιλογή.
Τώρα πια τίποτα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα και με ασφάλεια, ούτε από τους γονείς ούτε από τους αυριανούς φοιτητές.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός στην Ελλάδα έχει μείνει στην προηγούμενη δεκαετία, όταν ήδη σε πολλά μέρη του κόσμου είχαν έρθει τα πάνω κάτω στην αγορά εργασίας.
Ουδείς αρμόδιος στη χώρα μας είναι σε θέση να πληροφορήσει έναν νέο άνθρωπο για τα σύγχρονα επαγγέλματα που ξεπηδούν από την τεχνολογική εξέλιξη, ακόμη και από την επέκταση της οικονομικής κρίσης.
Η απουσία του κράτους είναι εκκωφαντική και οι γονείς εξαντλούνται σε εναγώνιες αναζητήσεις στο Διαδίκτυο ή σε φίλους που έχουν στο εξωτερικό, χωρίς τις περισσότερες φορές να μπορούν να προτείνουν κάτι και πάντως χωρίς να δύνανται να προτείνουν μια επαγγελματική διαδρομή που μετά βεβαιότητος δεν θα καταλήγει σε αδιέξοδο.
Με αναπάντητο το βασικό ερώτημα του παιδιού «τι να κάνω στη ζωή μου», η συζήτηση φτάνει στο επόμενο δίλημμα: Σπουδές στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό;
Ούτε αυτή η απάντηση είναι εύκολη, διότι ουδείς είναι πραγματικά σε θέση να προβλέψει σε ποια ακριβώς κατάσταση θα είναι η χώρα μας σε πέντε χρόνια, ούτε όμως και πολλές από τις χώρες επιλογής ενός μελλοντικού φοιτητή.
Θα είμαστε ακόμη στην Ευρωζώνη ή θα έχουμε γυρίσει σε εθνικό νόμισμα;
Θα έχουν οι γονείς τις δουλειές τους ή θα τις έχουν χάσει;
Τα κρατικά πανεπιστήμια σε τι κατάσταση θα είναι;
Θα έχει ξεκινήσει μια στοιχειώδης ανάκαμψη;
Ο... Θεός ξέρει.
Των ανθρώπων η σκέψη πάει στα χειρότερα.
Φαντάζεται μια χώρα ακόμη πιο ξεχαρβαλωμένη, εξουθενωμένη από την ανέχεια, αδύναμη να ονειρευτεί και να ανοίξει νέους δρόμους.
Ακούει κάτι ψελλίσματα περί επανόδου στον ορθό δρόμο, της ανάπτυξης και της προοπτικής, αλλά αρνείται να τα πάρει στα σοβαρά.
Τότε περνάει από το μυαλό η λύση της φυγής στο εξωτερικό.
Ούτε αυτή η σκέψη όμως είναι ανέφελη, τούτη την ώρα που η Ευρώπη ολόκληρη βρίσκεται σε περιδίνηση και η κρίση ακουμπά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο.... και που όλες οι θεμελιώδεις αρχές που έφεραν στον κόσμο την Ε.Ε. ξηλώνονται η μία μετά την άλλη.
Τι να προτείνει, λοιπόν, κανείς στο παιδί του που προσπαθεί να κάνει τα δικά του όνειρα και σχέδια; Να το παροτρύνει να φύγει τρέχοντας προς αναζήτηση άλλης ποιότητας ζωής σε άλλον τόπο ή να μείνει στην πατρίδα;
Δεν ξέρω καθόλου.
Έχω φίλους που έχουν ένα παιδί φοιτητή στο εξωτερικό και ένα που σπουδάζει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, και ούτε αυτοί μπορούν να απαντήσουν με ασφάλεια ποιο από τα δύο έχει περισσότερες προοπτικές για μια καλύτερη ζωή.
Πιθανολογούν ότι το ξενιτεμένο τους παιδί είναι πιθανόν σε καλύτερη θέση, γιατί αν αναζητήσει εργασία εκτός Ελλάδας ίσως δεν θα χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπο με την αναξιοκρατία που επικρατεί ακόμη και σε μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα.
Ασφαλής απάντηση σίγουρα δεν υπάρχει.
Μόνο η ευχή και η ελπίδα αυτά τα παιδιά, οι αυριανοί φοιτητές, να βρεθούν τουλάχιστον στην πρωτοπορία εκείνων που θα προλάβουν να ζήσουν το καινούργιο, πιο αξιοκρατικό και δίκαιο που ίσως γεννηθεί όταν κοπάσει η θύελλα.
η Έλλη Τριανταφύλλου
«Εσύ που τα παρακολουθείς από πιο κοντά, τι πιστεύεις ότι πρέπει να συμβουλεύσω την κόρη μου που πάει στη Β΄ Λυκείου για το μέλλον της;», με ρώτησε προ ημερών μια καλή μου φίλη.
Απλή ερώτηση, καθαρά διατυπωμένη.
Και όμως τόσο δύσκολο να απαντηθεί, που στην ουσία απαιτεί σχεδόν μαντικές ικανότητες, αφού κάθε μία από τις σκέψεις που γεννάει συνοδεύεται από μια ουρά από
υποερωτήσεις και υποσημειώσεις.
Η πρώτη εκδοχή είναι να επιλέξει επαγγελματικό προσανατολισμό και να προσπαθήσει να μπει σε ελληνικό πανεπιστήμιο ή άλλη σχολή.
Οι αμέσως προηγούμενες γενιές τις είχαν περίπου έτοιμες αυτές τις απαντήσεις.
Συγκεκριμένη η λίστα των επαγγελμάτων, ευρέως αποδεκτή η αξιολόγηση των σχολών -εντός και εκτός χώρας-, περίπου δεδομένες οι οικονομικές απαιτήσεις στη μία ή την άλλη επιλογή.
Τώρα πια τίποτα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα και με ασφάλεια, ούτε από τους γονείς ούτε από τους αυριανούς φοιτητές.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός στην Ελλάδα έχει μείνει στην προηγούμενη δεκαετία, όταν ήδη σε πολλά μέρη του κόσμου είχαν έρθει τα πάνω κάτω στην αγορά εργασίας.
Ουδείς αρμόδιος στη χώρα μας είναι σε θέση να πληροφορήσει έναν νέο άνθρωπο για τα σύγχρονα επαγγέλματα που ξεπηδούν από την τεχνολογική εξέλιξη, ακόμη και από την επέκταση της οικονομικής κρίσης.
Η απουσία του κράτους είναι εκκωφαντική και οι γονείς εξαντλούνται σε εναγώνιες αναζητήσεις στο Διαδίκτυο ή σε φίλους που έχουν στο εξωτερικό, χωρίς τις περισσότερες φορές να μπορούν να προτείνουν κάτι και πάντως χωρίς να δύνανται να προτείνουν μια επαγγελματική διαδρομή που μετά βεβαιότητος δεν θα καταλήγει σε αδιέξοδο.
Με αναπάντητο το βασικό ερώτημα του παιδιού «τι να κάνω στη ζωή μου», η συζήτηση φτάνει στο επόμενο δίλημμα: Σπουδές στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό;
Ούτε αυτή η απάντηση είναι εύκολη, διότι ουδείς είναι πραγματικά σε θέση να προβλέψει σε ποια ακριβώς κατάσταση θα είναι η χώρα μας σε πέντε χρόνια, ούτε όμως και πολλές από τις χώρες επιλογής ενός μελλοντικού φοιτητή.
Θα είμαστε ακόμη στην Ευρωζώνη ή θα έχουμε γυρίσει σε εθνικό νόμισμα;
Θα έχουν οι γονείς τις δουλειές τους ή θα τις έχουν χάσει;
Τα κρατικά πανεπιστήμια σε τι κατάσταση θα είναι;
Θα έχει ξεκινήσει μια στοιχειώδης ανάκαμψη;
Ο... Θεός ξέρει.
Των ανθρώπων η σκέψη πάει στα χειρότερα.
Φαντάζεται μια χώρα ακόμη πιο ξεχαρβαλωμένη, εξουθενωμένη από την ανέχεια, αδύναμη να ονειρευτεί και να ανοίξει νέους δρόμους.
Ακούει κάτι ψελλίσματα περί επανόδου στον ορθό δρόμο, της ανάπτυξης και της προοπτικής, αλλά αρνείται να τα πάρει στα σοβαρά.
Τότε περνάει από το μυαλό η λύση της φυγής στο εξωτερικό.
Ούτε αυτή η σκέψη όμως είναι ανέφελη, τούτη την ώρα που η Ευρώπη ολόκληρη βρίσκεται σε περιδίνηση και η κρίση ακουμπά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο.... και που όλες οι θεμελιώδεις αρχές που έφεραν στον κόσμο την Ε.Ε. ξηλώνονται η μία μετά την άλλη.
Τι να προτείνει, λοιπόν, κανείς στο παιδί του που προσπαθεί να κάνει τα δικά του όνειρα και σχέδια; Να το παροτρύνει να φύγει τρέχοντας προς αναζήτηση άλλης ποιότητας ζωής σε άλλον τόπο ή να μείνει στην πατρίδα;
Δεν ξέρω καθόλου.
Έχω φίλους που έχουν ένα παιδί φοιτητή στο εξωτερικό και ένα που σπουδάζει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, και ούτε αυτοί μπορούν να απαντήσουν με ασφάλεια ποιο από τα δύο έχει περισσότερες προοπτικές για μια καλύτερη ζωή.
Πιθανολογούν ότι το ξενιτεμένο τους παιδί είναι πιθανόν σε καλύτερη θέση, γιατί αν αναζητήσει εργασία εκτός Ελλάδας ίσως δεν θα χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπο με την αναξιοκρατία που επικρατεί ακόμη και σε μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα.
Ασφαλής απάντηση σίγουρα δεν υπάρχει.
Μόνο η ευχή και η ελπίδα αυτά τα παιδιά, οι αυριανοί φοιτητές, να βρεθούν τουλάχιστον στην πρωτοπορία εκείνων που θα προλάβουν να ζήσουν το καινούργιο, πιο αξιοκρατικό και δίκαιο που ίσως γεννηθεί όταν κοπάσει η θύελλα.
Δεν είμαι απολύτως σίγουρη ούτε γι’ αυτό, αλλά ούτως ή άλλως η εποχή των βεβαιοτήτων φαίνεται ότι έχει παρέλθει οριστικά.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου