Έφυγε σαν σήμερα
το 1936
Γράφει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος*
Το ιδεατό εθνικό πάνθεο κάθε χώρας αποτελείται από πρόσωπα που στη διάρκεια της «υπαρκτής» ζωής τους δεν προκαλούσαν βέβαια ούτε την ομοφωνία ούτε την κοινή αποδοχή· ίσως μάλιστα
δεν την προκαλούν ούτε και σήμερα. Η ιδεαλιστική «αδέκαστη κρίση» της ιστορίας δεν καταφέρνει να λύσει συναινετικά όλα τα κοινωνικά προβλήματα, ούτε στους χλοερούς λειμώνες της αθανασίας. Ας μην εξωραΐζουμε λοιπόν: όλοι οι ήρωες της συλλογικής μας μνήμης εξακολουθούν να διχάζουν τους μεταγενέστερους. Μερικοί ίσως λιγότερο, και ανάμεσά τους κάποιοι πολύ λιγότερο, από όσο εδίχασαν ή αμφισβητήθηκαν στην εποχή τους.
Ένας από αυτούς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επί εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κοινωνική συνείδηση των Ελλήνων. Η ιστορική έρευνα και οι πολιτικές επιστήμες έχουν σκύψει πάνω στη ζωή και το έργο του και δεκάδες βιβλία, διδακτορικές διατριβές, άρθρα και μελετήματα παράγονται κάθε χρόνο, τόσο στον πανεπιστημιακό - ερευνητικό χώρο όσο και γενικότερα στον χώρο του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, και γενικότερα των εκδόσεων. Μια παραγωγή που απευθύνεται στο ευρύτερο προβληματισμένο κοινό, το οποίο ενδιαφέρεται για την κατανόηση της σύγχρονης ιστορικής διαδρομής της χώρας. Δεν είναι τυχαίο το ότι στο ερώτημα που υπέβαλαν πριν από έναν χρόνο «ΤΑ ΝΕΑ» στους αναγνώστες τους για το ποιον θεωρούν ως τον σημαντικότερο Έλληνα του 20ού αιώνα, η απάντηση με συντριπτική υπεροχή ήταν: ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Είναι προφανές ότι πίσω απ' αυτή την απάντηση υπάρχει μια προετοιμασία και μια ετοιμότητα της κοινής γνώμης που φανερώνει, νομίζω, ένα καλό επίπεδο ενημέρωσης και επικοινωνίας του μέσου μορφωμένου Έλληνα με τα μεγάλα ζητήματα της σύγχρονης ιστορίας. Άλλωστε, μ' αυτό το κοινό αίσθημα συμπορεύονται και οι δημόσιες τιμές προς τον εθνικό ηγέτη, ανδριάντες, ονομασίες οδών κ.λπ., με τελευταία ονοματοθεσία μεγάλου έργου, το νέο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις στηρίζονται σε μια στέρεη επικοινωνιακή βάση, αφού όσοι τις επιχειρούν γνωρίζουν ότι δεν θα προσκρούσουν ποτέ στο δημόσιο αίσθημα. Και φυσικά, όλες αυτές οι εκδηλώσεις τιμής ξαναγυρίζουν, διαλεκτικά, στην κοινωνική συνείδηση για να σταθεροποιήσουν και να ολοκληρώσουν τον «ενάρετο κύκλο» της πάνδημης αποδοχής.
Η δημοκρατική προοδευτική παράταξη που στεγάστηκε κάτω απ' αυτές τις επωνυμίες δεν μπορεί παρά να αυτοαναγνωρίζεται ως μια ριζοσπαστική, αλλά εξω-κομμουνιστική δύναμη, με έντονη αντιδεξιά συγκρότηση και συμπεριφορά, χαρακτηριστικά δηλαδή που εγγράφονται στη βενιζελική παράδοση ολόκληρου του 20ού αιώνα και πάντως αντιστοιχούν απολύτως στην προσωπικότητα και το πολιτικό έργο του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ένας κόσμος πολυμιγής, αποτελούμενος από αντιφατικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, με αποκλίνοντα οικονομικά συμφέροντα και πολιτιστικές καταβολές, τοποθετήθηκε όχι εντελώς ανώδυνα στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς με την πίστη και την ελπίδα ότι αυτός είναι ο χώρος μιας «υπαρκτής» κοινωνικής δικαιοσύνης στην ελληνική της, έστω, εκδοχή. Αυτοφυείς αριστεροί και λαϊκά στρώματα πρόθυμα στην αποδοχή της ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης, αλλά δυσκίνητα στον αγώνα για την πραγμάτωσή της, βρέθηκαν και βρίσκονται ακόμη στεγασμένοι υπό την αιγίδα του βενιζελισμού με προοπτικές σταθερής παραμονής, πιστεύω, για το προσεχές μέλλον. Οι προϋποθέσεις, μ' έναν λόγο, της αποδοχής του Ελευθέριου Βενιζέλου, του προσώπου και του έργου του, είναι ισχυρές και στηρίζονται στο πιο δυναμικό και ίσως το πιο δραστήριο τμήμα του ελληνικού πολιτικού χώρου.
Αλλά δεν είναι μόνον η πολιτικά πλειοψηφική παράταξη του Κέντρου ούτε η κοινωνικά ακόμη ευρύτερη Κεντροαριστερά που έχουν ανάγκη από μια ισχυρή ιστορική προσωπικότητα ως σημείο αναφοράς, κάτι σαν δρομοδείκτη σε δύσκολους καιρούς ομίχλης. Έχω την αίσθηση ότι ολόκληρη η χώρα, και πάντως η μεγάλη πλειοψηφία της, έχει δει στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου ένα ανακουφιστικό σύμβολο, έναν «πατέρα της πατρίδος», λίγο ψυχρό, λίγο αδιάφορο, κάπως αινιγματικό, αλλά πατέρα.
*Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός
το 1936
Γράφει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος*
Το ιδεατό εθνικό πάνθεο κάθε χώρας αποτελείται από πρόσωπα που στη διάρκεια της «υπαρκτής» ζωής τους δεν προκαλούσαν βέβαια ούτε την ομοφωνία ούτε την κοινή αποδοχή· ίσως μάλιστα
δεν την προκαλούν ούτε και σήμερα. Η ιδεαλιστική «αδέκαστη κρίση» της ιστορίας δεν καταφέρνει να λύσει συναινετικά όλα τα κοινωνικά προβλήματα, ούτε στους χλοερούς λειμώνες της αθανασίας. Ας μην εξωραΐζουμε λοιπόν: όλοι οι ήρωες της συλλογικής μας μνήμης εξακολουθούν να διχάζουν τους μεταγενέστερους. Μερικοί ίσως λιγότερο, και ανάμεσά τους κάποιοι πολύ λιγότερο, από όσο εδίχασαν ή αμφισβητήθηκαν στην εποχή τους.
Ένας από αυτούς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επί εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κοινωνική συνείδηση των Ελλήνων. Η ιστορική έρευνα και οι πολιτικές επιστήμες έχουν σκύψει πάνω στη ζωή και το έργο του και δεκάδες βιβλία, διδακτορικές διατριβές, άρθρα και μελετήματα παράγονται κάθε χρόνο, τόσο στον πανεπιστημιακό - ερευνητικό χώρο όσο και γενικότερα στον χώρο του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, και γενικότερα των εκδόσεων. Μια παραγωγή που απευθύνεται στο ευρύτερο προβληματισμένο κοινό, το οποίο ενδιαφέρεται για την κατανόηση της σύγχρονης ιστορικής διαδρομής της χώρας. Δεν είναι τυχαίο το ότι στο ερώτημα που υπέβαλαν πριν από έναν χρόνο «ΤΑ ΝΕΑ» στους αναγνώστες τους για το ποιον θεωρούν ως τον σημαντικότερο Έλληνα του 20ού αιώνα, η απάντηση με συντριπτική υπεροχή ήταν: ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Είναι προφανές ότι πίσω απ' αυτή την απάντηση υπάρχει μια προετοιμασία και μια ετοιμότητα της κοινής γνώμης που φανερώνει, νομίζω, ένα καλό επίπεδο ενημέρωσης και επικοινωνίας του μέσου μορφωμένου Έλληνα με τα μεγάλα ζητήματα της σύγχρονης ιστορίας. Άλλωστε, μ' αυτό το κοινό αίσθημα συμπορεύονται και οι δημόσιες τιμές προς τον εθνικό ηγέτη, ανδριάντες, ονομασίες οδών κ.λπ., με τελευταία ονοματοθεσία μεγάλου έργου, το νέο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις στηρίζονται σε μια στέρεη επικοινωνιακή βάση, αφού όσοι τις επιχειρούν γνωρίζουν ότι δεν θα προσκρούσουν ποτέ στο δημόσιο αίσθημα. Και φυσικά, όλες αυτές οι εκδηλώσεις τιμής ξαναγυρίζουν, διαλεκτικά, στην κοινωνική συνείδηση για να σταθεροποιήσουν και να ολοκληρώσουν τον «ενάρετο κύκλο» της πάνδημης αποδοχής.
Ριζοσπάστης
Ωστόσο, ένα ερώτημα έρχεται να διεμβολίσει αυτήν την αρμονία της κοινωνικής ειρήνης μπροστά στη μνήμη ενός ριζοσπάστη πολιτικού, ενός διχαστή της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η κατάθεση των όπλων, αυτή η εκεχειρία, που οπαδοί και αντίπαλοι πραγματώνουν μπροστά στους ανδριάντες του, τι φανερώνει πραγματικά; Αμνησία ή δικαίωση; Αυθυποβολή ή ωριμότητα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής. Δεν μπορεί μάλιστα να είναι ούτε και μονολεκτική.
Σίγουρα η ελληνική κοινωνία αναπτύχθηκε και ωρίμασε. Δεν ξαφνιάζεται πια, δεν αναστατώνεται από τη δυσνόητη ιδεολογικο-πολιτική πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου ή την καινοτόμο αναμορφωτική πολιτική του. Μερικές καθαρές αρχές που κουβαλούσε από την κρητική του σταδιοδρομία, από το σπουδαίο σχολείο των κρητικών επαναστάσεων, γίνονται σήμερα περισσότερο κατανοητές και πολύ περισσότερο αποδεκτές από ό,τι στην εποχή του. Η αστική ανάπτυξη (οικονομική και πολεοδομική!), που προκαλούσε φανερές και κρυφές ανησυχίες στα λαϊκά στρώματα, εξελίχθηκε θετικά, με αποτέλεσμα ο μπαμπούλας του βενιζελικού εκσυγχρονισμού να μην τρομοκρατεί πια τα υποτιθέμενα θύματά του. Κάποιες αντιφατικές συμπεριφορές του, στο κοινωνικό κυρίως πεδίο, είναι σαν να μην ενοχλούν πια. Μια κοινωνική νομοθεσία που εκσυγχρονίζει τις σχέσεις εργασίας στη χώρα και ταυτόχρονα μια δυσπιστία απέναντι στο εργατικό κίνημα, το εγχώριο και το διεθνές, έχουν θεωρηθεί ιστορικά «τακτοποιημένες» και δεν προκαλούν πια αντίπαλες τοποθετήσεις.
Το ίδιο ισχύει και για τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα της εποχής του. Δεν θέλω να αναφερθώ στις μεγάλες εθνικές επιτυχίες της βενιζελικής πολιτικής και διπλωματίας, αλλά ούτε και στα προβλήματα της αμφιλεγόμενης περιόδου, όπως είναι το Κίνημα Θεσσαλονίκης ή η Μικρασιατική περιπέτεια. Θέλω μόνο να αναφερθώ στον Βενιζέλο-βάλσαμο του προσφυγικού κόσμου. Νομίζω ότι δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι οι πλατιές μάζες των προσφύγων των πόλεων και της υπαίθρου αισθάνθηκαν ότι ο Βενιζέλος και η παράταξή του, γενικότερα, στήριζαν πολιτικά τον καθημερινό αγώνα τους για την οικονομική επιβίωση και την κοινωνική τους ένταξη και ότι έφερναν με πίστη και με επιτυχία τη φωνή και τα αιτήματά τους στο ελληνικό και στο διεθνές προσκήνιο. Μια δραματική σχέση είχε εγκαθιδρυθεί μεταξύ των προσφύγων και του βενιζελισμού, ένας εναγκαλισμός που σημάδεψε πολλές δεκαετίες της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας. Ας μου επιτραπεί να συνδέσω τη σημερινή αποδοχή ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς το πρόσωπό του, προς τη μνήμη του, ως μια πράξη ανταπόδοσης αυτών των παιδιών του ξεριζωμού, που σήμερα αποτελούν αξεχώριστο κομμάτι του εθνικού μας σώματος.
Δεν είναι εδώ ο τόπος για μια αναλυτική καταγραφή όλων των σημείων επαφής της σημερινής ελληνικής κοινωνίας με τον αναμορφωτή της. Με αυτά και με άλλα σχετικά, συστηματικότεροι μελετητές της ζωής και της δράσης του καταπιάνονται στα εξειδικευμένα έργα τους. Η πληρότητα άλλωστε δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη σε μια προσέγγιση όπως η παρούσα.
Στο σημείο αυτό, όμως, θα ήθελα να αναφέρω κάποιες λιγότερο συζητημένες παραμέτρους του βενιζελικού φαινομένου, ακροθιγώς βέβαια, αλλά, έτσι, σαν μια μικρή συμβολή στους προβληματισμούς τού οικείου ιστοριογραφικού χώρου.
Μία ψυχολογικής τάξεως παράμετρος πιστεύω ότι δεν πρέπεινα είναι άσχετη με τη σημερινή ευμενή εικόνα του προσώπου. Εννοώ την κρητική του καταγωγή.
Πράγματι ένα αρχέτυπο «κρητικής γνησιότητας», όπως ένα αρχέτυπο «μακεδονικής ντομπροσύνης» στην αντίστοιχη περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τείνει (ή έχει;) εγκαθιδρυθεί στην κοινωνική συνείδηση των Ελλήνων. Και από την άποψη αυτή ο ρόλος του Ελευθέριου Βενιζέλου δεν είναι αμελητέος. Με τη δική του παρουσία συνέβαλε δραστικά στη στερέωση μιας κρητικής εικόνας υψηλού πατριωτισμού, όπου οι αλλεπάλληλοι αγώνες των Κρητών για την Ένωση αποτελούσαν ένα εθνικό υπόδειγμα, μια εικόνα που στη συνέχεια επανήλθε αντανακλαστικά στο πρόσωπό του και κατόπιν στη μνήμη του, σαν ένα αυτονόητο κεκτημένο δημοτικότητας και αναγνώρισης. Αυτή η ιδιόμορφη πλευρά των πολιτικών μας πραγμάτων απαιτεί σίγουρα κάτι περισσότερο από έναν απλό υπαινιγμό όπως αυτόν του παρόντος σημειώματος και αξίζει τον κόπο, πιστεύω, να την ξανασκεφθούμε με κάποια άλλη ευκαιρία.
Αλλά και άλλες παράμετροι, λιγότερο ψυχολογικές και περισσότερο πολιτικές, θα μπορούσαν να επισημανθούν. Θα αναφέρω συγκεκριμένα τις ανάγκες του πολιτικού χώρου του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Χαρακτηριστικά Η δημοκρατική προοδευτική παράταξη που στεγάστηκε κάτω απ' αυτές τις επωνυμίες δεν μπορεί παρά να αυτοαναγνωρίζεται ως μια ριζοσπαστική, αλλά εξω-κομμουνιστική δύναμη, με έντονη αντιδεξιά συγκρότηση και συμπεριφορά, χαρακτηριστικά δηλαδή που εγγράφονται στη βενιζελική παράδοση ολόκληρου του 20ού αιώνα και πάντως αντιστοιχούν απολύτως στην προσωπικότητα και το πολιτικό έργο του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ένας κόσμος πολυμιγής, αποτελούμενος από αντιφατικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, με αποκλίνοντα οικονομικά συμφέροντα και πολιτιστικές καταβολές, τοποθετήθηκε όχι εντελώς ανώδυνα στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς με την πίστη και την ελπίδα ότι αυτός είναι ο χώρος μιας «υπαρκτής» κοινωνικής δικαιοσύνης στην ελληνική της, έστω, εκδοχή. Αυτοφυείς αριστεροί και λαϊκά στρώματα πρόθυμα στην αποδοχή της ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης, αλλά δυσκίνητα στον αγώνα για την πραγμάτωσή της, βρέθηκαν και βρίσκονται ακόμη στεγασμένοι υπό την αιγίδα του βενιζελισμού με προοπτικές σταθερής παραμονής, πιστεύω, για το προσεχές μέλλον. Οι προϋποθέσεις, μ' έναν λόγο, της αποδοχής του Ελευθέριου Βενιζέλου, του προσώπου και του έργου του, είναι ισχυρές και στηρίζονται στο πιο δυναμικό και ίσως το πιο δραστήριο τμήμα του ελληνικού πολιτικού χώρου.
Αλλά δεν είναι μόνον η πολιτικά πλειοψηφική παράταξη του Κέντρου ούτε η κοινωνικά ακόμη ευρύτερη Κεντροαριστερά που έχουν ανάγκη από μια ισχυρή ιστορική προσωπικότητα ως σημείο αναφοράς, κάτι σαν δρομοδείκτη σε δύσκολους καιρούς ομίχλης. Έχω την αίσθηση ότι ολόκληρη η χώρα, και πάντως η μεγάλη πλειοψηφία της, έχει δει στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου ένα ανακουφιστικό σύμβολο, έναν «πατέρα της πατρίδος», λίγο ψυχρό, λίγο αδιάφορο, κάπως αινιγματικό, αλλά πατέρα.
*Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου